χαλάσας

χαλάσας
χαλά̱σᾱς , χαλάω
Aër.
pres part act fem acc pl (doric)
χαλά̱σᾱς , χαλάω
Aër.
pres part act fem gen sg (doric)
χαλά̱σᾱς , χαλάω
Aër.
fut part act fem acc pl (doric)
χαλά̱σᾱς , χαλάω
Aër.
fut part act fem gen sg (doric)
χαλάσᾱς , χαλάω
Aër.
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”